ασχημοσυνη

ασχημοσυνη
    ἀσχημοσύνη
    ἀ-σχημοσύνη
    ἥ
    1) безобразность
    

(ἀ. καὴ ἀμορφία Arst.)

    2) безобразие, уродливость Plat.
    3) обезображивание
    

(τοῦ προσώπου Arst.)

    4) непристойное поведение, неприличие Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ασχημοσυνη" в других словарях:

  • ἀσχημοσύνη — want of form fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύνῃ — ἀσχημοσύνη want of form fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασχημοσύνη — η (AM ἀσχημοσύνη) [ασχήμων] 1. άπρεπη, αισχρή συμπεριφορά 2. άσεμνη πράξη 3. έλλειψη ευπρέπειας αρχ. 1. έλλειψη σχήματος ή μορφής 2. παραμόρφωση του προσώπου εξαιτίας μορφασμών που προκαλεί η μεγάλη προσπάθεια ή η ένταση 3. καταισχύνη, ονειδισμός …   Dictionary of Greek

  • ασχημοσύνη — η απρέπεια, ακοσμία: Κάποτε έπρεπε να σταματήσουν αυτές οι ασχημοσύνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀσχημοσύνῃ — ἀσχημοσύνῃ , ἀσχημοσύνη want of form fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύναι — ἀσχημοσύνη want of form fem nom/voc pl ἀσχημοσύνᾱͅ , ἀσχημοσύνη want of form fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύναις — ἀσχημοσύνη want of form fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύνην — ἀσχημοσύνη want of form fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύνης — ἀσχημοσύνη want of form fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύνας — ἀσχημοσύνᾱς , ἀσχημοσύνη want of form fem acc pl ἀσχημοσύνᾱς , ἀσχημοσύνη want of form fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • посрамощение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἀσχημοσύνη) посрамление, стыд, бесчетие. … …   Словарь церковнославянского языка


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»